- Τροίηθεν
- ΤροίαθενTroyepic ionic (indeclform adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροίαθεν — και ιων. τ. τροίηθεν και δωρ. τ. τρωΐαθεν Α (τοπ. επίρρ.) από την Τροία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τροία + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε*] … Dictionary of Greek